Σας παραθέτω την παρουσίαση της φιλολόγου Λίας Βαρμπομπίτη για το "Όσα ποτέ δεν είπαμε"!
Την ευχαριστώ από καρδιάς!!!!
Η
προσέγγιση που θα επιχειρηθεί είναι
καθαρά φιλολογική, που σημαίνει ότι θα
εντοπίσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία –
βαρετά τα χαρακτηρίζουν κάποιοι – που
οδηγούν στην αναγνωστική απόλαυση του
κειμένου. Έχουμε απέναντί μας ένα βιβλίο
που κερδίζει τον αναγνώστη χάρη στην
πρωτότυπη ως προς τη σύνθεση μορφή του
(εννοούμε τη λογοτεχνική), τη χρήση
ευρημάτων και την παρουσία πολλών
αφηγηματικών υποκειμένων. Όλα αυτά τα
μορφολογικά στοιχεία συνδυάζονται με
μία ανάλογα εντυπωσιακή πλοκή με έντονα
δραματικά στην ουσία τους στοιχεία.
Ας
ξεκινήσουμε, λοιπόν, με τον μύθο ή
καλύτερα – για να μην παρερμηνεύουμε
τους όρους – την ιστορία , το θεματικό
άξονα στον οποίο κινείται το συγκεκριμένο
βιβλίο : τρεις φίλοι, ο Τάσος Καλαβρυνός,
δημοσιογράφος, η Ευρυδίκη Ζησίμου,
δικηγόρος και η Χρύσα Παπαστάμου,
λογοτέχνης-μεταφράστρια ξανασυναντιούνται
σε έναν ξενώνα μετά από χρόνια και με
αφορμή τα γενέθλια της τελευταίας θα
ανασύρουν από το παρελθόν έρωτες, μίση,
γλυκά ενθύμια, πικρές αναμνήσεις. Στο
σκηνικό έρχεται να προστεθεί με τρόπο
και ρόλο καταλυτικό ένας τέταρτος ήρωας,
ο δημοσιογράφος Δημήτρης Δελής που
συνδέεται άμεσα και με τα τρία πρόσωπα
– πρωταγωνιστές μέσω ενός μυστικού που
θα αποκαλυφθεί σταδιακά αλλάζοντας
δραματικά τις ζωές όλων.
Υπάρχει,
λοιπόν, ένας κεντρικός μύθος που
αναφέρεται στις σχέσεις των ηρώων και
αρχίζει και τελειώνει με έναν ύμνο στην
αγάπη. Πρόκειται επομένως για μυθιστόρημα;
Η αλήθεια είναι ότι πληρούνται οι
απαραίτητοι όροι για να ευσταθεί αυτός
ο χαρακτηρισμός. Υπάρχει η απαραίτητη
χρονική και περιγραφική έκταση (το
βιβλίο χωρίζεται σε δέκα κεφάλαια με
υποενότητες), η πλοκή προχωρά σε βάθος
και πλάτος, δηλ. διακτινώνεται σε
διαφορετικά χρονικά και χωρικά επίπεδα
και βέβαια η πολυπροσωπία είναι ξεκάθαρη.
Οι χαρακτήρες μάλιστα δεν περιγράφονται
με τρόπο στατικό, αντιθέτως παρουσιάζονται
με τρόπο δραματικό, καθώς μέσα από τις
κινήσεις και τη συμπεριφορά τους
αποκαλύπτεται ο βαθύτερος ψυχισμός
τους. Ο Τάσος Καλαβρυνός «ένας γόης,
ένας άνδρας που το πετσί του μύριζε
σιγουριά, αμαρτία και πρόκληση» όπως
οι αγαπημένοι του λογοτέχνες, ο Καραγάτσης,
ο Χέμινγουεϊ, ο Όσκαρ Ουάιλντ (Θύμιζε
….. χρόνια,
σ. 9). Στον
αντίποδά του ο εξάδελφός του Στράτος,
ο «βραβευμένος ποιητής, ο σεμνός γλυκός
άνθρωπος», ανταγωνιστής του στην καρδιά
της Χρύσας (Ο
ένας ήσυχος…… δηκτικό χιούμορ,
σ. 22). Η Χρύσα,
πάλι, «με δυο μεγάλα αθώα γλυκά μάτια,
πάντα ευγενικά, επιμελής» (Με
επιδερμίδα ….. φίλους,
σ.25) και η
άσπονδη φίλη της Ευρυδίκη « η κακιά
μάγισσα» που ποτέ δεν συμπάθησε τη Χρύσα
και πάντα διεκδικούσε τον αγαπημένο
της Τάσο (Η
Ευρυδίκη ....... κοινό,
σ. 25). Τελευταίος
αλλά εξίσου σημαντικός ο ήρωας που θα
αλλάξει τις ζωές όλων, ο Δημήτρης Δελής,
γιος του Τάσου και φιλόδοξος δημοσιογράφος,
όχι όμως αρκετά νάρκισσος για να μπορέσει
να ανταγωνιστεί τον πατέρα (Ώρες-ώρες
…….. γιατί όχι;
σσ. 48-49). Τα
βασικά αυτά πρόσωπα πλαισιώνονται από
ένα πλήθος δευτεραγωνιστών που λειτουργούν
συμπληρωματικά ως προς την παρουσίαση
των κεντρικών χαρακτήρων (μητέρα, θεία,
σύζυγοι, φίλοι, συνάδελφοι).
Ως
εδώ όλα καλά και – θα έλεγε κάποιος
αυστηρός κριτής – όχι ιδιαιτέρως
πρωτότυπα ή τουλάχιστον όχι αρκετά για
να μας προσφέρουν κίνητρο ανάγνωσης.
Όμως εκτός από τους ήρωες του βιβλίου
(στους οποίους θα επανέλθουμε αργότερα)
υπάρχει κι ένας μύθος που δεν εξελίσσεται
ευθύγραμμα αλλά μας αιφνιδιάζει ευχάριστα
με τις ανατροπές του ή – κατά τον δόκιμο
φιλολογικό όρο – με τα δραματικά απρόοπτά
του και τις διαρκείς μεταβάσεις-άλματα
από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα.
Κι ενώ συνήθως τα δραματικά απρόοπτα
εμφανίζονται σε ένα προχωρημένο σημείο
της δράσης, εδώ εκδηλώνονται αρκετά
νωρίς. Στον ξενώνα όπου συναντιούνται
οι ήρωές μας η Χρύσα θα υποστεί ένα
σοβαρό καρδιακό επεισόδιο κι αυτό θα
αποτελέσει την αφορμή για να ανοίξουν
οι ασκοί του Αιόλου (Όλα
έγιναν …. του Τάσου,
σ. 43). Λίγο
αργότερα η Ευρυδίκη εξομολογείται ότι
και την ίδια δεν την περιμένει καλύτερη
μοίρα : …
σε εμένα είχε ήδη γίνει η τιμή να
ειδοποιηθώ με επίσημο έγγραφο από τον
Άρχοντα των ψυχών.
Κι έπειτα η προσήμανση : ούτε
το όνομά του δεν μπορώ να γράψω…. Τι
κρίμα που δεν έχω δικαίωμα, τουλάχιστον
όχι ακόμη, να τον αποκαλέσω όπως η καρδιά
μου θα ήθελε…
Ποιον; Σε
ποιον αναφέρεται; Αυτή είναι η πρώτη
νύξη, ο πρώτος υπαινιγμός για την
αποκάλυψη ενός μυστικού, του μυστικού
που συνδέει τους τέσσερις πρωταγωνιστές.
Ο θάνατος της μητέρας της Χρύσας, όπως
κι ο απρόσμενος θάνατος του πρώτου
συζύγου της, η εξαπάτησή της από τον
επίδοξο δεύτερο, η απώλεια του παιδιού
της διαμορφώνουν την εικόνα ενός τραγικού
ήρωα που πλήττεται διαρκώς από τη μοίρα
χωρίς να το έχει επιλέξει ο ίδιος. Όμως
άλλο τόσο τραγική είναι και η αριβίστρια
Ευρυδίκη που αμφισβητεί τη δύναμη του
έρωτα αλλά στο τέλος γίνεται θύμα του.
Η τραγικότητα εντείνεται από την πάλη
ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο, αλλά
και το παιχνίδι ανάμεσα στην αλήθεια
και το ψέμα : ποια είναι η μητέρα του
Δημήτρη, η Χρύσα ή η Ευρυδίκη; (Τι
είναι τελικά …. παπαγαλίζω
, σ. 245). Η
αποκάλυψη έρχεται σταδιακά από τη ίδια
την Ευρυδίκη που αποφασίζει για μια
φορά στη ζωή της, την τελευταία να πει
την αλήθεια : Θα
στα πω ….. ότι ζεις (σ.405).
Ο έρωτας, λοιπόν, στο κέντρο του σύμπαντος,
ο έρωτας ο παθιασμένος, ο έρωτας ο
απελπισμένος, ο έρωτας ο καταδικασμένος,
ο έρωτας που ολοκληρώνεται με το θάνατο.
Όταν η αλήθεια αποκαλύπτεται, ο θάνατος
φαντάζει σαν τη μόνη λύτρωση για τους
ήρωες. Η Χρύσα πεθαίνει μαζί με τον
μοναδικό αλλά πάντα απόντα από τη ζωή
της αγαπημένο της Τάσο σε ένα δυστύχημα
που η ίδια προκαλεί οδηγώντας το
αυτοκίνητο στον γκρεμό και εκείνος την
ακολουθεί αδιαμαρτύρητα : Η
συγγνώμη κι η αγάπη ….για πάντα (σ.
467). Με το
θάνατο των δύο ηρώων και την ανάγνωση
των επιστολών του Τάσου από την Ευρυδίκη
έρχεται η συγχώρεση και αποκαθίσταται
η ισορροπία σε πρόσωπα και σχέσεις. Η
Ευρυδίκη συγχωρεί τους νεκρούς, ο
Δημήτρης Δελής συγχωρεί τον πάντα απόντα
πατέρα του κι αποδέχεται τη φυσική
μητέρα του : Μέσα
σε μία μέρα ….. και ψέμα (σσ.
493-494).
Όσα,
λοιπόν, ποτέ δεν είπανε οι ήρωες μεταξύ
τους στο παρελθόν, τους αποκαλύφθηκαν
από τα παιχνίδια της μοίρας σε μεταγενέστερο
χρόνο μέσα από επιστολές, ημερολόγια
και εξομολογήσεις της τελευταίας
στιγμής. Η άρνηση δεν
και το απόλυτο
στη δήλωσή του χρονικό επίρρημα ποτέ
στον τίτλο του βιβλίου θέτει εξαρχής
ερωτήματα, αλλά ταυτόχρονα υπαινίσσεται
ότι δε θα μείνουν ως το τέλος αναπάντητα.
Ο τίτλος, επομένως, μας προϊδεάζει για
μυστικά που δεν ειπώθηκαν όταν έπρεπε,
αλλά θα αποκαλυφθούν με το πλήρωμα του
χρόνου.
Επειδή
όμως στην ερμηνεία ενός λογοτεχνικού
κειμένου δεν είναι μόνον ο τίτλος που
με τα σημαινόμενα του μας τραβά ή μας
αφήνει αδιάφορους, θα πρέπει να ασχοληθούμε
λίγο και με το
συγγραφέα του και την εμπλοκή του στο
δημιούργημά του. Εδώ μας περιμένει μια
ευχάριστη έκπληξη : η Νία Μαγγέλου δεν
είναι μια πρωτοεμφανιζόμενη και μάλιστα
με αξιώσεις στα λογοτεχνικά πράγματα.
Στην πραγματικότητα αποκτά σάρκα και
οστά μέσα από τη συνύπαρξη τεσσάρων
διαφορετικών συγγραφέων που προσέφεραν
τα αρχικά γράμματα των ονομάτων τους
για τη σύνθεση ενός λογοτεχνίζοντος
ψευδωνύμου : Νι από το Δημήτρη Νίκου,
ΑΜα από την Ευρυδίκη Αμανατίδου, Αγγέλ
από τον Τάσο Αγγελίδη – Γκέντζο και λου
από τη Χρύσα Λουλοπούλου. Ευτυχής
σύμπτωση το κοινό κάποιων γραμμάτων
στα επώνυμά τους που επέτρεψε την
αρμονική γειτονία τους. Κι αν η ύπαρξη
του αρκτικόλεξου δεν μας πείθει για την
άμεση εμπλοκή τους στο δημιούργημά
τους, σίγουρα μας απαλλάσσει από κάθε
αμφιβολία η ονομαστική ταύτιση με τους
ήρωες. Τάσος, Χρύσα, Ευρυδίκη, Δημήτρης
: πράγματι οι ήρωές μας είναι οι συγγραφείς,
αλλά μόνο για να εξυπηρετηθεί πρακτική
και όχι ουσιαστική σκοπιμότητα. Δεν
αφηγείται δηλαδή ο καθένας τη δική του
πραγματική προσωπική ιστορία, απλώς
δανείζουν στους ήρωές τους τη δική τους
λογοτεχνική φωνή και είδος γραφής. Έτσι,
η Χρύσα ανοίγει το βιβλίο με αφήγηση
τριτοπρόσωπη που προϋποθέτει έναν
αφηγητή παντογνώστη, καταγραφέα και
παρατηρητή των πάντων. Καμία προσωπική
εμπλοκή, σπάνια ο αφηγητής αφήνεται σε
προσωπικά σχόλια· μόνο η παρουσία του
ελεύθερου πλάγιου λόγου (δεν
μπόρεσε να του ομολογήσει, με μια μικρή
πίκρα σκέφτηκε, δεν το χωρούσε το μυαλό
της κλπ.) μας
επιτρέπει να αντιληφθούμε την παντογνωσία
του αφηγητή που δε θα μπορούσε να είναι
άλλος από τη γλυκύτατη και συμπαθέστατη
σε όλους μας Χρύσα. Η αφήγηση ξεκινάει
από το τώρα και προχωρώντας κινείται
αντίθετα, δηλ. με αναδρομές στο παρελθόν
για να επιστρέψει τελικά στο παρόν της
ιστορίας. Εξίσου ουδέτερες με αυστηρά
πληροφοριακό χαρακτήρα είναι και οι
επικεφαλίδες από αυτά τα αφηγηματικά
κομμάτια (13
Μαρτίου 2011, στον ξενώνα, Την επόμενη
μέρα στην ιδιωτική κλινική κοκ.
) ορίζοντας τόπο και χρόνο. Αλλά μήπως
έτσι δεν ήταν και η ίδια η Χρύσα σε όλη
της τη ζωή, απλή και ξεκάθαρη; Μετά τη
ισορροπημένη και ήρεμη αφήγηση ακολουθεί
η περισσότερο προσωπική και γεμάτη
ένταση επιστολή με αποστολέα τον
εκρηκτικό και γεμάτο αντιφάσεις Τάσο
: 10 επιστολές, όσες και τα κεφάλαια του
βιβλίου που απευθύνονται σε β΄ πρόσωπο
σε 10 διαφορετικά πρόσωπα που επηρέασαν
τη ζωή του Τάσου, δίνοντας έτσι μια πλήρη
εικόνα για το χαρακτήρα του και μάλιστα
από πρώτο χέρι. Εδώ βέβαια κυριαρχεί
απολύτως το
συναίσθημα και η εσωτερική εστίαση,
δηλ. ο ομιλών ξεγυμνώνει τον εαυτό του
και μόνον τον εαυτό του μπροστά μας και
μάλιστα με μία διάθεση αυτάρεσκη και
κάποτε προκλητική : Ποιες
ήταν ……. με τη μισή Αθήνα (σ.
29).
Η
τρίτη πλευρά του τριγώνου δεν είναι
παρά η Ευρυδίκη που εκθέτει τον εαυτό
της μέσα από το ημερολόγιό της, στο οποίο
καταγράφει με απόλυτη ακρίβεια και με
τρόπο γραμμικό
(δηλ. χωρίς να παραβιάζει την κίνηση του
χρόνου προς τα μπρος) τις εντυπώσεις
της ημέρας : Τα
ανθρώπινα δεν βρίσκονται …. παρανομιών
σ. 36).
Ιδιαιτερότητα : σε κάθε ημερολογιακή
καταγραφή του παρόντος παρεμβάλλεται
και μία καταγραφή από ημερολόγιο του
παρελθόντος, για να αποκτήσουμε έτσι
μια εικόνα του πώς η Ευρυδίκη αντιλαμβάνεται
κι ερμηνεύει τα πράγματα. Σημείωση : οι
προσφωνήσεις της Ευρυδίκης κλιμακώνονται
ακολουθώντας την εξέλιξη της δράσης ως
εξής : αγαπημένο
μου ημερολόγιο, μισητό μου ημερολόγιο,
πιστό μου ημερολόγιο, δηκτικό μου
ημερολόγιο, επίμονό μου ημερολόγιο,
έμπιστό μου ημερολόγιο, τακτικό μου
ημερολόγιο, δαιμονικό μου ημερολόγιο,
απογοητευμένο μου ημερολόγιο, μάταιό
μου ημερολόγιο, βλοσυρό μου ημερολόγιο,
άχρονο και μοναχικό μου ημερολόγιο.
Τέλος
στο μέσο του τριγώνου, εκεί όπου
συναντιούνται οι διχοτόμοι του, ο
Δημήτρης που στο τέλος κάθε κεφαλαίου
σα να έρχεται να συνδυάσει όλα όσα έχουν
καταθέσει οι προηγούμενοι διατηρώντας
την κυριαρχία του α΄ προσώπου (ισχυρό
το εγώ στους τρεις από τους πρωταγωνιστές)
και προσθέτοντας το δικό του προσωπικό
ύφος που θυμίζει δοκιμιακό λόγο με
σχόλια του τύπου : Οι
γυναίκες …. επιβεβαιώνει (σ.
397) ή
Περίεργο
πράγμα …. επιβάτης (σ. 449).
Παρεμβάλλονται
ερωτήσεις από μια συνέντευξη που δεν
ολοκληρώνεται ποτέ. Αινιγματικοί ακόμη
και οι τίτλοι των συγκεκριμένων ενοτήτων.
Σε
κάθε κεφάλαιο του βιβλίου οι τέσσερις
διαφορετικοί τρόποι γραφής διαδέχονται
ο ένας τον άλλον με τη σειρά που
περιγράψαμε. Δεν έχουμε επομένως να
κάνουμε με ένα σύνηθες μυθιστόρημα ούτε
ως προς το τεχνικό του κομμάτι ούτε ως
προς το περιεχόμενό του. Η διαφορετικότητα
των δημιουργών του δε θίγει σε τίποτα
το αποτέλεσμα. Τα τέσσερα λογοτεχνικά
είδη που
εφαρμόζονται δεν ακρωτηριάζουν το
κείμενο ούτε του στερούν τη συνοχή του.
Διαπλέκονται τόσο αρμονικά ώστε να
αποδίδουν με απόλυτη ευστοχία τους
χαρακτήρες των ηρώων από τους οποίους
προέρχονται. Επιτυγχάνει, λοιπόν, τον
στόχο του το συγκεκριμένο λογοτέχνημα;
Σε κάθε επίπεδο είτε αυτό αναφέρεται
στα τεχνικά του χαρίσματα είτε στους
κεντρικούς νοηματικούς του άξονες : Οι
σχέσεις των ανθρώπων, πάντα πολύπλοκες,
ακόμη κι όταν δεν κρύβονται από πίσω
τους συνωμοσίες, σπάνια ορίζονται
απόλυτα από τους ίδιους, με την έννοια
ότι δεν είναι η λογική αυτή που πάντα
τις προσδιορίζει. Τα πάθη με κυρίαρχο
εκείνο του έρωτα σημαδεύουν τις ζωές
και μάλιστα συχνά με τρόπο ανεπανόρθωτο.
Αλλά η αγάπη βρίσκει πάντα το δρόμο της
κι οδηγεί – ακόμη κι αν το τίμημα είναι
βαρύ – στη λύτρωση. Ταξίδια
είναι τελικά …. αφετηρίας (σ.
493).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.