Παρουσίαση στο Μουσείο Κινηματογράφου του βιβλίου "Οι δυο ώρες ύπνου και το memento mori ενός συγγραφέα."























Παρουσίαση στο Μουσείο Κινηματογράφου του βιβλίου "Οι δυό ώρες ύπνου και το memento mori ενός συγγραφέα".

Η ομιλία της Χρυσούλας Μελισσά Χαλικιοπούλου για το βιβλίο "Οι δυο ώρες ύπνου και το memento mori ενός συγγραφέα".


Ήταν ιδιαίτερη χαρά και τιμή η πρόσκληση του αγαπημένου μου δασκάλου και φίλου, Τάσου Γκέντζου, να παρουσιάσω το καινούριο του βιβλίο. Βέβαια παραξενεύτηκα κιόλας, μια και δεν ανήκω ακριβώς στο… σινάφι των συγγραφέων. Όταν όμως το διάβασα, κατάλαβα τα βαθύτερα κίνητρα της κίνησής του αυτής: ήθελε να απαλύνει λίγο τις ενοχές του, που μας πήρε το ψωμί… Γιατί τι άλλο κάνει ένας ψυχολόγος από το να καταγράφει και να αναλύει –κι όχι πάντα έτσι αποτελεσματικά- σκέψεις, συναισθήματα, όνειρα. Ό, τι ακριβώς πέτυχε ο πολυτάλαντος Τάσος στο υπέροχο βιβλίο «Οι δυο ώρες ύπνου και το memento mori ενός συγγραφέα», όπου με τη σκέψη και την πένα του, συνεχίζει τη σχέση με αγαπημένο του φίλο, διαλύοντας τα όρια και τους περιορισμούς του χρόνου.

Ο τίτλος και η εικόνα του εξωφύλλου του, μας παραπέμπουν στο θάνατο, μάλλον παραπλανητικά. Θα σας εξομολογηθώ ότι, αφού μου πέρασε και ο πανικός για το τι να πρωτοπώ, σκέφτηκα: ‘μάλλον με διάλεξε ασυναίσθητα, επειδή ήξερε ότι τα τελευταία τρία χρόνια έχω κι εγώ βιώσει την απώλεια δυόμιση ανθρώπων’. Ο μισός φυσικά άνθρωπος αναφέρεται στο κομμάτι του εαυτού μου που έχασα μαζί τους. Ή μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα; Γιατί αυτό το κομμάτι εξερευνά κι ο Τάσος Γκέντζος στο μικρό -φαινομενικά μόνο- βιβλίο του, παραθέτοντας τις αναμνήσεις και τις συζητήσεις δυο φίλων. Ο νεκρός Γιώργος εξακολουθεί να ζει, γιατί ο ζωντανός Κώστας τον κρατά με αγάπη στο μυαλό και την ψυχή του. Στη σύντομη παρουσίασή μου, δεν υπάρχουν περιθώρια να αναπτύξουμε τους δυο αυτούς χαρακτήρες, αλλά θα τους ανακαλύψετε μόνοι σας, διαβάζοντας το βιβλίο. Θα σας μεταφέρω όμως έναν από τους διαλόγους (της σελίδας 26), που τον ξεχώρισα, επειδή μου θύμισε κάτι από το αγαπημένο μου θεατρικό έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό ». Ο Κώστας αναπλάθει εδώ τις κοινές τους εμπειρίες, αν και βρίσκονται τώρα σε ξεχωριστούς χώρους ύπαρξης:
-Θυμάσαι το μεγάλο βιβλιοπωλείο στη Ρώμη;

-Με το ωραίο καφέ στο πατάρι;

-Βρίσκω τη μνήμη σας εξαιρετική, κύριε Κώστα.

-Πήγαμε στο υπόγειο για ν’ αγοράσω ένα ημερολόγιο και μου είχε κάνει εντύπωση ο τίτλος ενός βιβλίου.

- Η δικτατορία της συνήθειας.

-Εσύ με κορόιδευες και μου μιλούσες με το γνωστό προβοκατόρικο ύφος σου για τη δημοκρατία της συνήθειας.

-Το τελευταίο μου ταξίδι…

-Πόσο είχαμε γελάσει εκείνο το απόγευμα!


Μέσα σε αυτούς τους παράλληλους διαλόγους, ο Κώστας, δίνει ζωή στο φίλο του, συνεχίζοντας την κουβέντα και τη σχέση τους. Σε ένα διαφορετικό βέβαια επίπεδο, όπου όλα αποκτούν κι άλλο νόημα. Μα στην παρέα τους, μπερδεύονται κι άλλοι άνθρωποι, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε σε ποιον από τους δυο κόσμους ανήκουν. Τελικά όμως, αφήνουν και σε μας μια γλυκιά αίσθηση, μέσα από τη συνέχεια που έμμεσα ζητούν να έχουμε στα έμψυχα και άψυχα(;) πράγματα που αγάπησαν κι άφησαν πίσω τους. Έτσι ακόμη και τα αφρόντιστα λουλούδια γίνονται αντανακλάσεις της θνητότητάς μας. Αλλά και υποχρέωση να συνεχίσουμε το έργο όσων έφυγαν. Δύσκολο. Γιατί από την άλλη μεριά, εμείς οι ζωντανοί, είμαστε φορτωμένοι με μισοτελειωμένες υποθέσεις κι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, μαζί με την ελπίδα να προφτάσουμε να κάνουμε περισσότερα. Σας διαβάζω ένα απόσπασμα, από τη σελίδα 32, όπου ο Κώστας θέλει να του μιλήσει για το μυθιστόρημα που έχει στο νου του να γράψει:

-Και γιατί μου το λες τώρα; τον ρωτά εκείνος

-Προσπαθώ να σου πω αυτά που σκέφτηκα και δεν πρόλαβα να σου τα πω.

-Έχεις τη γραφή σου εσύ…

-Πάντα είχα την αίσθηση πως μπορώ να σου τα πω όποτε το θελήσω.

-Λυπάμαι, Κώστα.

-Και τώρα φοβάμαι μήπως ξυπνήσω απότομα και χαθούν όλα.

-Οι αναμνήσεις δε χάνονται ποτέ!

-Μη με ξυπνήσεις, Γιώργο.

-Μη φοβάσαι.

-Γιατί το λες αυτό;

-Ο χρόνος του ονείρου είναι διαφορετικός.


Μου άρεσε ιδιαίτερα αυτός ο ευρηματικός τρόπος του συγγραφέα να μας παρουσιάζει τους ήρωες, τα συναισθήματα και τις αγωνίες του μέσα από το όνειρο, αλλά και τα εγκιβωτισμένα όνειρα που μας προσκαλεί να ανακαλύψουμε στο κείμενό του. Έτσι ελαφραίνουν οι φόβοι του, οι πολλοί συμβολισμοί και οι μεταφυσικοί του προβληματισμοί, που τους διανθίζει με το ιδιαίτερό του χιούμορ. Ο ‘κουτσός’, όπως λέει, ‘ορθολογισμός’ του αδυνατεί να καταλάβει και πολλά από τα καθημερινά πράγματα της ζωής μας: την πίστη του φίλου του στους ανθρώπους και στους εξωτερικούς ‘τύπους της θρησκείας μας (που κρύβουν όμως το περιεχόμενό της) ή στ’ ανεξήγητα της επιστήμης: να ζει αυτός που κάνει διατροφικές κραιπάλες ενώ πεθαίνει εκείνος με την υγιεινή ζωή. Ούτε στην ανθρώπινη λογική ούτε στην καρδιά μας χωρά ο θάνατος, με το ‘πέρασμα στην άλλη όχθη του ποταμιού’. Ίσως γι’ αυτό να αποφεύγουμε να τον σκεφτούμε ή δεν ξέρουμε πώς να τον αντιμετωπίσουμε, όταν απρόσμενα χτυπήσει την πόρτα μας. Κι όμως αυτός μας προτρέπει, μέσα από τα λόγια του χαμένου φίλου, πως ‘το λογικό είναι να τον αποδεχτείς και να πας ένα βήμα παρακάτω τη ζωή σου’. Η σκέψη του συγγραφέα γυρνά στο μάταιο των πράξεών μας, στα χνάρια που αφήνουμε πίσω μας, στο ‘ανηφορικό’ παρελθόν και τότε… ξεχνιέται πάλι και θεωρεί αυτονόητη τη ζωή.


Μερικοί άνθρωποι, έλεγε ο Επίκτητος, είναι τυφλοί στην ομορφιά του κόσμου. Μήπως είμαστε όλοι μας, αναβάλλοντας συνεχώς, με τη βιοπάλη ή το κυνήγι του εφήμερου πλουτισμού, το να είμαστε παρόντες στη ζωή μας; Ζούμε συνειδητά την ομορφιά του έρωτα, την αξία που έχει η αγάπη και η τρυφερότητα στις σχέσεις μας, η ματιά στο συνάνθρωπο και το άγγιγμα στον ηλικιωμένο, η κατανόησή μας στα παιδιά; Θα μπορούσα να βάλω κι άλλα ερωτήματα, αλλά αυτά θα τα διαβάσετε μόνοι σας, όπως ακριβώς τα αναπτύσσει ο συγγραφέας στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Μόνο που εκεί έχει κάποιες ενοχές για το διδακτικό του ύφος, μια και δεν βρίσκει άλλο τρόπο να μας ταρακουνήσει. (Δάσκαλος, γαρ). Έτσι μας υπενθυμίζει όσα αξίζουν ουσιαστικά και μένουν στην καρδιά μας, πέρα από τη φθαρτή σάρκα. Σιγά-σιγά ωστόσο φαίνεται να απολαμβάνει την απόπειρά του να μας αφυπνίσει και παρόλο που αυτοσαρκάζεται με το λυρισμό ή το λαϊκισμό-που διερωτάται αν έχει- στο ύφος του, μας χαρίζει στη σελίδα 57 τη μαγεία των… Χριστουγέννων:

-Βλέπω αυτό που θέλω να δω και είμαι τόσο χαρούμενος με αυτή την επιλογή μου. Έχω τα δικά μου μάτια και τα δικά μου γυαλιά. Οι άλλοι συχνά με χλευάζουν λέγοντας πως είμαι ένας ρομαντικός τύπος και πως μου λείπει ο πραγματισμός του επιστήμονα.

-Οι μάγοι δεν δήλωσαν ποτέ επιστήμονες!

-Μαγεία είναι να ρωτούν το μικρό παιδί για το επάγγελμα του πατέρα του κι εκείνο να τους απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη: ‘ο πατέρας μου είναι μάγος!’


Μόνο εμείς –‘στρατιές τα άψυχα σώματα των ζωντανών’, όπως λέει - στεκόμαστε πανικόβλητοι μπροστά στο τελευταίο χαίρε κι αναρωτιόμαστε για τις αποστάσεις και τις ισορροπίες που πρέπει να κρατήσουμε. Θρηνούμε, φιλοσοφούμε, ψάχνουμε διέξοδο μέσα από την πίστη ή την τέχνη. Ίσως μάλιστα τότε να μας διαφεύγει ότι με τον πόνο, τελειοποιούμε το χαρακτήρα μας. Επιπλέον, μέσα από το θάνατο, αναγνωρίζουμε την ευγνωμοσύνη μας για τα πρόσωπα που υπήρξαν συνοδοιπόροι. Κι ο συγγραφέας, που στο βιβλίο αυτό αγγίζει το θάνατο, αλλά πανηγυρίζει την αξία της ζωής και της φιλίας, δε θα μπορούσε παρά να τελειώσει το τρίτο μέρος του βιβλίου του με μια ιστορία αγάπης. Αφήνεται να εννοηθεί ότι είναι το μυθιστόρημα που ήθελε να γράψει ο Κώστας και παρουσιάζεται εδώ εν συντομία. Αρχίζει δραματικά, γιατί έτσι συμβαίνει σε πολλές ανθρώπινες καταστάσεις. Τελειώνει με την αξία της προσφοράς και της ανιδιοτέλειας, την αναγέννηση της θέλησης για δημιουργία μαζί μ’ έναν άλλο άνθρωπο. Αλλά και με τη σκέψη του θανάτου ως μια υπενθύμιση στο συγγραφέα: να χαρεί τη ζωή, να ζήσει, μέσα από τη γραφή και τους αγαπημένους του.


Πέρα από τις εξαιρετικές σκέψεις και ιδέες του Τάσου Γκέντζου, αυτό που με συγκίνησε στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ο λόγος του, που κινείται ανάμεσα στη θεατρική και την ποιητική γραφή. Σας μεταφέρω αποσπασματικά κάποια δείγματά της, από τη σελίδα 70 :

Κάτω από τον σκουριασμένο τροχό των συναισθημάτων!

Κάτω από έναν ουρανό που δεν έβλεπες το γαλάζιο του χρώμα...

Κάτω από τα φώτα μιας σκιάς! …..

Φωνή, φωνές, οράματα, εικόνες….

Το σώμα είχε αρχίσει το ταξίδι του… κι αλλού, σελ 74:

Ένα τεράστιο μαύρο πανί στήνεται ανάμεσα στα δυο άχαρα κοντάρια κι εγώ δεν μπορώ να καταλάβω αν αυτό που θα ακολουθήσει θα συγγενεύει με το τέλος ή με την αρχή.

Ο χρόνος με πιέζει…

Γίνομαι μια άβουλη μαριονέττα μπροστά στη σκηνή.

Οι λεπτές μεταξωτές κλωστές είναι εύκολο τούτη την ώρα να μπλεχτούν μεταξύ τους κι εγώ να μπερδευτώ και να χάσω την ισορροπία μου.

Για πρώτη φορά δείχνεις πως δε σε ενδιαφέρει ο χρόνος!


Μέσα στην επιμελημένη δουλειά των εκδόσεων Φυλάτου, αυτές οι ποιητικές εικόνες δένονται αρμονικά με τις 50 εξαίρετες ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Παναγιώτη Κουντουρά. Παλιά και σύγχρονα αντικείμενα, σκουριασμένα ή καλοδιατηρημένα, ζωντανά ή νεκρά, είναι ακουμπισμένα στην όμορφη φύση του Πηλίου, που δε χάνει ευκαιρία να μας δείξει τη δύναμη της ζωής, μέσα από πανέμορφα αγριολούλουδα, σπαρτά κι αγριάδες που ξεφυτρώνουν ακόμα και σε χαλάσματα ή τάφους. Οι φωτογραφίες αυτές μας ξεκουράζουν από την ένταση του κειμένου, συνεχίζουν σκέψεις και προβληματισμούς, και μας ταξιδεύουν στη ροή και τη φθορά του χρόνου. Υπέροχη και η φωτογραφία του εξωφύλλου, λες και θέλει να μας ξεγελάσει με ένα όμορφο νεανικό σώμα. Κι όμως, αυτό είναι σε νεκρική στάση. Ή μήπως πάλι απλώς κοιμάται;


Ξαναγυρίζοντας στον Τάσο Γκέντζο, επικροτώ το κουράγιο του, να πλησιάσει και να αποδεχτεί τα πιο σκοτεινά του συναισθήματα. Όχι απλώς για να συμφιλιωθεί με το θάνατο, αλλά για να αντιμετωπίσει πάλι με θάρρος την εύθραυστη ύπαρξή μας μέσα στη ζωή. Αυτό είναι κι ένα κομμάτι που, στην κλινική μου εμπειρία, πάντα με συγκινούσε και με συγκλόνιζε: πώς δηλαδή μας μεταμορφώνει ένας θάνατος. Εδώ απεικονίζεται και η αγωνία του Γιώργου για τη γυναίκα και το παιδί του, που μένουν πίσω. Πιστεύω όμως ότι, όπως κι ο συγγραφέας, έτσι κι αυτοί μέσα από την ταύτισή τους με τον πόνο, τη διεργασία του πένθους και του θρήνου, τον αφύσικο και βίαιο αποχωρισμό -που μας βοηθά να ωριμάσουμε ουσιαστικά, αν και με ξεχωριστό τρόπο ο καθένας - αλλά και με τις παρακαταθήκες του αγαπημένου τους ανθρώπου, θα οδηγηθούν και πάλι σταδιακά στον πλούτο και τη χαρά της ζωής.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να ανακεφαλαιώσω με δυο λόγια το βιβλίο αυτό: ο συγγραφέας, μέσα από μια ‘αγρυπνία’, πριν γράψει έναν επικήδειο-που για μένα ήταν ένα ποίημα αποχωρισμού-, βυθίστηκε στη μήτρα του λόγου, τη σιωπή. Μέσα από αυτήν δημιούργησε και τώρα, ο λόγος του προσκαλεί όλους εμάς να στοχαστούμε για τη ζωή.

Σας ευχαριστώ.