Θανάσης Χειμωνάς εναντίον... Αύγουστου Κορτώ!!!


Σημειώσεις για το αναγνωστικό κοινό...
Και οι δύο είναι συγγραφείς του ίδιου εκδοτικού οίκου.
Και οι δύο έχουν πολλούς φανατικούς αναγνώστες.
Και οι δύο προβάλλονται από τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ.




Ύστερα έφυγες στ' αλήθεια...

 
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Στέλλας Βογιατζόγλου, Ύστερα έφυγες στ' αλήθεια, Εκδόσεις Κέδρος.)
 
Και τι να πεις; Μου έγινε έμμονη ιδέα ένα βιβλίο στο οποίο δεν μπορώ να βρω έστω μια υποτυπώδη ραχοκοκαλιά ανάμεσα στις ιστορίες των ηρώων μου και στις δικές μου. Έτσι, καταφεύγω σ' εύκολες λύσεις, αν και η αγωνία μου πως ο χρόνος χάνεται ολοένα και μεγαλώνει.
Ο χρόνος χάνεται, και ενθάρρυνση από πουθενά. Ούτε καν απ' τον εαυτό μου. Υπάρχουν και στιγμές που αναρωτιέμαι πως, αν, έστω, κρατούσα στα πλαίσια του ωραρίου το βιβλίο εισερχομένων και εξερχομένων, ίσως και να 'χα μια άλλη εκτίμηση σε μένα την ίδια. Άλλωστε, το γράψιμο θεωρείται παρασιτικό, μια άσκοπη πολυτέλεια, αν δεν είσαι καταξιωμένος ή δεν έχεις οικονομική άνεση. Στο κάτω κάτω, τι συγγραφέας και κολοκύθια, όταν αγνοείσαι, μου λέει η φωνή. Άλλωστε ο Φράνσις Μπέικον είπε ότι όλοι μας έχουμε κάτι να πούμε. Το πρόβλημα είναι να το αισθανθούμε πιο πολύ από τα άλλα πράγματα ή να γνωρίζουμε πώς θα το κάνουμε χωρίς ν' ανησυχούμε τι θα σκεφτούν οι διπλανοί μας.
Τώρα ήρθε κι έδεσε το πράγμα, μια και το 'ριξες και στα τσιτάτα, της κόβω τη φόρα, αν και, την ίδια στιγμή, συμφωνώ μαζί της πως μ' έναν δυο απ΄ τους ήρωές μου έχουμε καταλήξει περιθώριο. Γιατί, και όποτε είναι να μετακινηθούμε στο κέντρο, μόλο που μας θέλγει προς στιγμήν η ιδέα, λίγο μετά το βάζουμε στα πόδια. Ίσως γι' αυτό και δεν έχουμε συνέχεια σε πράγματα που κουραστήκαμε να πετύχουμε και στην επαγγελματική μας ζωή.
Αν και τώρα αναρωτιέμαι αν πράγματι τους ήρωές μου τους κάνω κουμάντο, αφού έχω τη ψευδαίσθηση πως παριστάνω ανάμεσά τους τη συγγραφέα.
Συγγραφέας, ε... Κοίτα που το πίστεψες στο τέλος κι εσύ! Και μάλιστα τώρα. Τώρα που δεν είσαι σε θέση να σταυρώσεις δέκα γραμμές.
Τον πρώτο καιρό, όταν μου έδιναν αυτή την ιδιότητα, γέμιζα πανικό μην και με ξεσκεπάσουν σαν αγύρτισσα. 
"Του κώλου μας το κουράδι, που κάναμε τσακ από πίσω" που θα 'λεγε και η γιαγιά μου, αν με σύγκρινε κανείς με πραγματικούς συγγραφείς. 
Κι όμως, τίποτα δε νοσταλγώ όσο την αθωότητα που είχαν τα πρώτα μου γραπτά. Σαν εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο, χεσμένη από χαρά. Το θράσος και η χαρά της άγνοιας. Συνάμα κάτι σαν προαίσθημα πως με το γράψιμο ριψοκινδύνευα στο εξής κάτι από μένα την ίδια, μήπως κι έχανα τον εαυτό μου αναζητώντας χάρτινους ήρωες. Ήμουν, άλλωστε, ανυποψίαστη απ' τα πάντα σε ό,τι αφορά το βιβλίο. Ούτε και υποψιαζόμουν το προσωπικό και κοινωνικό περιθώριο που ζουν οι περισσότεροι απ' τους συγγραφείς, τις επώδυνες εσωτερικές διαδικασίες και εντάσεις, την πίεση απ' τους έξω, τις οδυνηρές απογοητεύσεις, ή το πόσο βαραίνει η όποια απόρριψη στη μοναχική περιπέτεια της γραφής. Εντέλει πόσες και ποιες δικλείδες ασφαλείας πρέπει να έχει ένας συγγραφέας, όταν είναι και μοναχικός καβαλάρης. 
Αμάν η έλξη σου στα δραματικά και βαρύγδουπα... σαρκάζει η κωλοφωνή. Και, εντέλει, παραδέξου το. Έχει κάποιο δίκιο η Θάλεια. Στα περισσότερα από τα γραπτά σου δεν φωτογράφισες τα επιφανειακά και τα εφήμερα; Δεν περίσσευαν αφέλειες και άστοχες παρορμήσεις; 
Πού να πάρει, μέσα σ' όλα αυτά δεν υπάρχουν και τα διαχρονικά; Στις αφέλειες από παρορμήσεις, η κατάθεση μιας κάποιας γνησιότητας; Άραγε η θεωρητική κατάρτιση - έστω με το δεδομένο ότι δεν υπάρχει άνθιση της λογοτεχνίας δίχως ένα υπόβαθρο θεωρητικού λόγου - δεν απειλεί να διακορεύσει την αυθεντικότητα του δημιουργού;
Και απ΄ την άλλη, τα όποια ιερομαντεία να θέτουν με περισσή έπαρση τις δικές τους προδιαγραφές. Η ψυχή του συγγραφέα στο προκρούστιο κρεβάτι. Και το ακόμα χειρότερο, αντιμέτωπη με τη σιωπή. Ιδίως αν σε κατατάξουν πριν γνωρίσεις τα όριά σου, και, στις αμφιβολίες, μαραθείς.
Και τι θέλεις; Να παραμεριστούν οι αυθεντίες, για να πάρουν τις θέσεις τους μετριότητες;
Δεν ξέρω. Ωστόσο αναρωτιέμαι μέσα από ποιες επιρροές διατυπώνονται τυχόν επισημάνσεις. Σε ποιο μέτρο έχει η σκέψη την αλήθεια, όταν μέτρια και λυμφατικά σε άξια βιβλία αναγορεύονται μέσ' από πετυχημένες δημόσιες σχέσεις σε σπουδαία.
Ε, λοιπόν, ήταν πολύ καλύτερα όταν πίστευα με περισσή αφέλεια ότι η λογοτεχνία είναι κάτι σαν θαύμα, ένα θείο, ας πούμε, δώρο. Ένα στροβίλισμα της ψυχούλας, όπως αυτό της πεταλούδας, και όχι μόνο πυκνογραμμένες έννοιες και "σοβαρές" θεωρίες. Μέσ' από τόση επιτήδευση, μου μοιάζει με άκαμπτη στριφνή κυρία, και θέλω να το βάλω στα πόδια. Άρα, τρομάζεις στην ανεπάρκειά σου. Παραδέξου το, λοιπόν, να ησυχάσω κι εγώ κι εσύ. Απλώς είσαι γραφομανής.
Και επιτέλους, τι το πέρασες αυτό το καταραμένο, και άπιαστο μέχρι στιγμής, μυθιστόρημα; Κάτι σαν εργόχειρο; Σ' το 'χω ξαναπεί. Ποτέ δεν θα ΄σαι σε θέση να φτιάξεις τον δικό σου κώδικα μ' ό,τι βαθύτερο υπάρχει και σπινθηροβολεί, γιατί διαρκώς σου ξεφεύγει. Άσε που, χάρη σε μια ψεύτικη πρωτοτυπία, αφαιρείς το ψαχνό. Ο φόβος μήπως και ξεφτιλιστείς, με αποτέλεσμα να σβήνεις και να διαγράφεις τις πιο αυθεντικές σου σκέψεις, μην τολμώντας να τις εκθέσεις. 
Και επιπλέον ο διαρκής φόβος πως πέφτεις στην άλφα ή στη βήτα παγίδα. Εξάλλου, τα πρώτα χειρόγραφα αυτού του μυθιστορήματος, αφού τα υπέβαλες σ' ένα σωρό συντακτικές και νοηματικές διορθώσεις, λες κι έχασαν κάθε δύναμη. 
 
(Στέλλα Βογιατζόγλου, Ύστερα έφυγες στ' αλήθεια, σελίδες 305 - 308)